πατήθρα

πατήθρα
η
1. καθένα από τα δύο εξαρτήματα στη βάση τού υφαντικού ιστού, τού αργαλειού, τα οποία πατάει εναλλάξ η υφάντρια για να ανεβάζει και να κατεβάζει τα μιτάρια, ώστε να πλέκεται η κρόκη με το στημόνι, αλλ. ποδαρικό ή ποδαριακό
2. ο ποδοκίνητος μοχλός, το ποδωστήριο ή ποδωστήρας τής ποδοκίνητης ραπτομηχανής, κν. παντόφλα ή πεντάλ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατώ + επίθημα -ήθρα (πρβλ. δαχτυλ-ήθρα, τσουλ-ήθρα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • -θρο(ν) — το επίθημα θρο(ν), όπως και το θηλ. θρα, εμφανίζει αρκετά μεγάλη παραγωγικότητα στην Αρχαία, Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική. Το θ τού επιθήματος είναι πιθ. τής ίδιας προέλευσης όπως και στα θλο *, θμο *. Πρόκειται για παλαιότατο επίθημα, το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • πέδιλο(ν) — το, ΝΜΑ, αιολ. τ. πέδιλλον Α είδος υποδήματος που υπάρχει από την αρχαιότητα και το οποίο καλύπτει με δέρμα ή παρόμοιο υλικό μόνο το πέλμα ή και τον ταρσό τού ποδιού, ενώ συγκρατείται πάνω στο πόδι με κορδόνια ή λουριά, σανδάλι νεοελλ. αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • ποδαριακό — το, Ν η πατήθρα τού αργαλειού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποδάρι + κατάλ. ακό, ουδ. τής κατάλ. ακός] …   Dictionary of Greek

  • ποδωστήρας — ο, Ν ποδοκίνητος μοχλός, πατήθρα, πεντάλ. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ποδωσ τού αορ. τού ποδώ + επίθημα τήρ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”